- ναυτίλος
- морепловец
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
ναυτίλος — seaman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτίλος — (nautilus pompilius). Τετραβράγχιο κεφαλόποδο της οικογένειας των Ναυτιλιδών. Το μαλάκιο αυτό έχει ελικοειδές όστρακο διατεταγμένο σε ένα επίπεδο η εσωτερική επιφάνεια είναι μαργαρώδης· ο χώρος που περικλείει το όστρακο υποδιαιρείται με τοιχώματα … Dictionary of Greek
ναυτίλος — ο είδος οστρακόδερμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναυτίλε — ναυτίλος seaman masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτίλοι — ναυτίλος seaman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτίλοις — ναυτίλος seaman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτίλοισι — ναυτίλος seaman masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτίλοισιν — ναυτίλος seaman masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτίλον — ναυτίλος seaman masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτίλου — ναυτίλος seaman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτίλους — ναυτίλος seaman masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)